Η λαπαροσκοπική χειρουργική συνίσταται στην πραγματοποίηση χειρουργικών επεμβάσεων με την χρήση ενδοσκοπικής κάμερας και εργαλείων, τα οποία εισέρχονται από πολύ μικρές οπές (0,5 έως 1cm) στην κοιλιακή χώρα. Στην περίπτωση των γυναικολογικών παθήσεων οι οπές μπορούν να είναι απο 1 έως 3 και στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιούνται στην περιοχή του ομφαλού και του εφήβαιου. Η καλή ορατότητα εξασφαλίζεται μέσω διάτασης της κοιλιάς με αέρα (CO2), ο οποίος στο τέλος της επέμβασης αφαιρείται.
Οι ιστοί που αφαιρούνται κατά τη διάρκεια του χειρουργείου απομακρύνονται από τις ίδιες οπές, ενώ αν ειναι μεγάλοι (π.χ. ευμεγέθες ινομύωμα) τότε ακολουθεί η κατάτμηση τους εντός της κοιλιακής χωρας.
Το πλεονέκτημα σε σχέση με την παρωχημένη κλασσική τομή του κοιλιακού τοιχωματος συνίσταται στη ριζικότερη αφαίρεση παθολογιών χωρίς τραυματισμό των υγειών ιστών, τα άρτια αισθητικά αποτελέσματα, την γρηγορότερη κινητοποίηση της ασθενούς, την μείωση των ημερών νοσηλείας, την ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών πόνων και στην αποφυγή μετεγχειρητικών επιπλοκών όπως λοιμώξεις, διαταραχές επούλωσης τραυμάτων κ.α.
Στις μέρες μας η εξειδικευμένη εκπαίδευση των σύγχρονων γυναικολόγων – λαπαροσκόπων σε κέντρα του εξωτερικού έχει καταστήσει την λαπαροσκόπηση θεραπεία πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση ολοκλήρου σχεδόν του φάσματος των γυναικολογικών παθησεων.
Επεμβάσεις όπως η αφαίρεση μεγάλων κύστεων ή όγκων των ωοθηκών, η αφαίρεση μεγάλων ινομυωμάτων, η αφαίρεση της μήτρας, η αντιμετώπιση της προχωρημένης ενδομητρίωσης, η ανόρθωση και η πλαστική κόλπου κ.α. πραγματοποιούνται κατά κανόνα λαπαροσκοπικά με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια και ασφάλεια σε σχέση με τα χειρουργεία ανοικτής κοιλιας ή κολπικής προσπέλασης.
Σε περίπτωση κατάτμησης ιστών ενδοκοιλιακά χρησιμοποιείται κατ΄αποκλειστικότητα στην Ελλάδα κλειστό σύστημα σάκου για την προστασία της ασθενούς σε περίπτωση κακοήθειας.