
- Γυναικολογία
-
by Ioannis Raptis
Η κολπική ξηρότητα στην εμμηνόπαυση είναι ένα πρόβλημα, που απασχολεί χιλιάδες γυναίκες, ωστόσο λίγες είναι αυτές, οι οποίες αναζητούν τη βοήθεια ειδικού. Η συσχέτιση του προβλήματος με τη σεξουαλική ζωή των γυναικών, το καθιστά αδικαιολογήτως θέμα ταμπού. Παράλληλα λίγες ασθενείς γνωρίζουν πως η θεραπεία συνήθως είναι απλή και εξαιρετικά αποτελεσματική.
Η έλλειψη οιστρογόνων στα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, εκτός των άλλων, μπορεί να προκαλέσει ατροφία των τοιχωμάτων του κόλπου. Αυτά παύουν να αιματώνονται επαρκώς, γίνονται λεπτότερα και εύθρυπτα. Παράλληλα οι αδένες, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την λίπανση του κόλπου κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής υπολειτουργούν με αποτέλεσμα η ξηρότητα να επιδεινώνεται. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την διαταραχή της φυσιολογικής χλωρίδας (φυσιολογικοί μύκητες και βακτηρίδια) του κόλπου είναι υπεύθυνα για τη συχνότερη εμφάνιση φλεγμονών του κόλπου και της ουροδόχου κύστης.
Τα τυπικά συμπτώματα της κολπικής ξηρότητας είναι πόνος στη σεξουαλική επαφή, αίσθημα καυσού, ερεθισμός και φαγούρα στην περιοχή του αιδοίου και μέσα στον κόλπο, τσούξιμο κατά την ούρηση καθώς επίσης και μικρές αιμορραγίες στην σεξουαλική επαφή. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που η επαφή καθίσταται τόσο επώδυνη ώστε οι γυναίκες να απέχουν ολοκληρωτικά από τις σεξουαλικές τους δραστηριότητες.
Η απόφαση της γυναίκας να μιλήσει για το πρόβλημά της αποτελεί το πρώτο και πιο αποφασιστικό βήμα στην προσπάθεια επίλυσης του. Η απαρίθμηση όλων των συμπτωμάτων κατά τη λήψη του ιστορικού και η χωρίς ενδοιασμούς αναφορά στις ενοχλήσεις κατά την σεξουαλική επαφή θα κατευθύνουν το γιατρό προς τη σωστή διάγνωση.
Η προσεκτική επισκόπηση της περιοχής του αιδοίου και του κόλπου καθώς επίσης και ένας εξειδικευμένος κολποσκοπικός έλεγχος θα επιβεβαιώσουν την έλλειψη οιστρογόνων και την ατροφία που αυτή προκαλεί και θα αποκλείσουν άλλες παθολογικές καταστάσεις, οι οποίες συνδέονται με αίσθηση ξηρότητας στον κόλπο.
Πολύ συχνά για τη θεραπεία της κολπικής ατροφίας και της ξηρότητας που αυτή προκαλεί χρησιμοποιούνται μη φαρμακευτικά σκευάσματα, όπως φυτικά δισκία, κρέμες και λιπαντικά. Τις περισσότερες ωστόσο φορές τα μέτρα αυτά είναι ελάχιστα αποτελεσματικά με αποτέλεσμα να μη δίνουν λύση στον πρόβλημα των ασθενών.
Όταν το τοπικό πρόβλημα της ξηρότητας συνοδεύεται από γενικευμένα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, για παράδειγμα επιβαρυντικές και συχνές εξάψεις, μπορεί να συζητηθεί με τον γιατρό η δυνατότητα λήψης θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης από το στόμα ή μέσω ορμονικού αυτοκόλλητου. Η θεραπεία αυτή αντιμετωπίζεται συχνά και αδικαιολόγητα με καχυποψία από τη πλειοψηφία των γυναικών, παρότι πολλές και μεγάλες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει την ασφάλεια των σκευασμάτων για τις περισσότερες ασθενείς. Προϋπόθεση για την ασφαλή χρήση τους αποτελεί η εξέταση και η λήψη ιστορικού από γυναικολόγο πιστοποιημένα εξειδικευμένο σε θέματα γυναικολογικής ενδοκρινολογίας, ο οποίος μπορεί να καθοδηγήσει με απόλυτη ασφάλεια την ασθενή.
Όταν τα γενικευμένα συμπτώματα δεν είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικά και η βασική ενόχληση έχει να κάνει με την κολπική ατροφία τότε η τοπική χρήση οιστρογόνων αποτελεί μία εξαιρετική και απόλυτα ασφαλή θεραπευτική επιλογή. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιούνται δρουν μόνο τοπικά και εντοπίζονται σε απειροελάχιστες συγκεντρώσεις μέσα στο αίμα, με αποτέλεσμα να εκμηδενίζεται ο κίνδυνος παρενεργειών. Η λήψη τους είναι συνήθως εντατική για τις πρώτες δύο βδομάδες της θεραπείας, ενώ στη συνέχεια περιορίζεται σε μία ή δυο μέρες της εβδομάδας. Η τοπική ορμονική θεραπεία εμφανίζει εξαιρετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της κολπικής ατροφίας και συμβάλλει στην αντιμετώπιση και άλλων καταστάσεων που ενδεχομένως συνυπάρχουν, όπως η ακράτεια ούρων και η συχνοουρία που οφείλεται σε υπερευαισθησία της ουροδόχου κύστης.
Σε περίπτωση που ορμονική θεραπεία οποιουδήποτε είδους αντενδείκνυται τότε ο γυναικολόγος μπορεί να ενημερώσει για εναλλακτικά μη ορμονικά σκευάσματα με αποδεδειγμένη δράση εναντίον του προβλήματος.
Σε κάθε περίπτωση η εξατομίκευση της θεραπείας και η προσαρμογή της στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της κάθε ασθενούς αποτελεί εγγύηση αποτελεσματικότητας αλλά και ασφάλειας.