Η ενδομητρίωση είναι μια πολύ συχνή καλοήθης πάθηση, από την οποία πάσχει περίπου το 10% των γυναικών με ηλικία 15 εώς 45 ετών. Η ασθένεια προκύπτει όταν ο βλεννογόνος της κοιλότητας της μήτρας (ενδομήτριο – που κατά τη διάρκεια του κύκλου αναπτύσσεται και εν συνέχεια αποβάλλεται με την περίοδο) εγκαθίσταται και έξω από αυτήν, για παράδειγμα στην περιτοναϊκή κοιλότητα της λεκάνης, το τοίχωμα της μήτρας, τις ωοθήκες αλλά και σε άλλες θέσεις, όπως ο αφαλός.
Οι εστίες ενδομητρίωσης μεταβάλλονται με όμοιο τρόπο κατά τη διάρκεια του κύκλου όπως και το ενδομήτριο. Ωστόσο ενώ το τελευταίο με την περίοδο αποβάλλεται από τον οργανισμό μέσω του κόλπου, οι εστίες αυτές δεν βρίσκουν έξοδο, αυξάνουν σε μέγεθος και δημιουργούν νέες εστίες. Έτσι η ενδομητρίωση πολύ συχνά επεκτείνεται όταν δεν αντιμετωπίζεται.
Αιτία
Παρ ‘ότι η ασθένεια είναι γνωστή για περισσότερο από 100 χρόνια, σαφής αιτιολογία δεν υπάρχει. Οι διάφορες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί εξηγούν μόνο ένα μέρος των ιδιοτήτων της ενδομητρίωσης και καμία μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εξηγήσει με βεβαιότητα τους μηχανισμούς εμφάνισης και εξέλιξης της.
Συμπτώματα
Αυτά μπορεί να είναι ποικίλα και διαφοροποιούνται από ασθενή σε ασθενή τόσο στον χαρακτήρα όσο και στην ένταση εμφάνισης τους. Το βασικό σύμπτωμα είναι ο ισχυρός πόνος κατά την περίοδο, ο οποίος μπορεί να ξεκινήσει 1 έως 3 ημέρες πριν την αιμορραγία. Επίσης μπορούν να προκύψουν και άλλα συμπτώματα όπως ο πόνος κατά την σεξουαλική επαφή, οι χρόνιοι κοιλιακοί πόνοι, ο πόνος κατά την ούρηση ή την αφόδευσή. Όταν η ενδομητρίωση εντοπίζεται στις ωοθήκες ή προκαλεί συμφύσεις στην περιοχή των ωοθηκών τότε μπορεί να αποτελέσει αιτία υπογονιμότητας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ένταση των συμπτωμάτων δεν σχετίζεται απαραίτητά και με την έκταση της ενδομητρίωσης. Μικρές εστίες μέσα στην κοιλιά μπορεί να προκαλέσουν ισχυρότατους πόνους, ενώ υπάρχουν γυναίκες με εκτεταμένες εστίες οι οποίες είναι ασυμπτωματικές.
Διάγνωση
Ο ιατρός οφείλει να αναλύσει διεξοδικά τα συμπτώματα της ασθενούς και να συζητήσει μαζί της κατά ποσό η ασθένεια επιβαρύνει την καθημερινότητα της και ποια είναι η επιδίωξη της για τεκνοποίηση. Ακολούθως θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μία πλήρης και σχολαστική κλινική και υπερηχογραφική γυναικολογική εξέταση, η οποία θα αναδείξει περαιτέρω ενδείξεις ύπαρξης της ασθένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εστίες ενδομητρίωσης δεν είναι ορατές υπερηχογραφικά. Για το λόγο αυτό η εμπειρία του γιατρού πάνω στην ασθένεια παίζει σπουδαίο ρόλο τόσο στην σωστή διάγνωση όσο και στην αποτελεσματική και ασφαλή αντιμετώπισή της. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να απαιτηθούν και εξειδικευμένες απεικονιστικές μέθοδοι, όπως η μαγνητική τομογραφία.
Η οριστική διάγνωση της ενδομητρίωσης πραγματοποιείται ιστολογικά μετά από λήψη βιοψίας μέσω μιας απλής λαπαροσκόπησης.
Ωστόσο ιστολογική επιβεβαίωση της διάγνωσης δεν είναι πάντα απαραίτητη. Αγωγή για την ασθένεια μπορεί να ακολουθηθεί ακόμη και όταν ο γιατρός με την εμπειρία του θεωρεί την ύπαρξη της ασθένειας εξαιρετικά πιθανή.
Θεραπεία
Θεραπεία της ενδομητρίωσης οφείλει να πραγματοποιηθεί σε 3 περιπτώσεις.
Σε περίπτωση σημαντικών ενοχλήσεων
Σε περίπτωση υπογονιμότητας
Σε περίπτωση απειλής οργάνων.
Αυτή διακρίνεται στην ορμονική θεραπεία και στη χειρουργική αντιμετώπιση. Το ποια θεραπεία είναι κατάλληλη για κάθε ασθενή μπορεί να το καθορίσει μόνο ο ιατρός λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό καθώς επίσης την κλινική και απεικονιστική εξέταση της ασθενούς.
Για παράδειγμα ενοχλήσεις επιβαρυντικές που σχετίζονται με την περίοδο μπορούν να αντιμετωπιστούν με ειδική ορμονική θεραπεία, ενώ σε περιπτώσεις ύπαρξης κύστεων ή πιεστικών φαινομένων σε όργανα καθίσταται αναγκαία η χειρουργική θεραπεία. Δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις παρά την ριζική χειρουργική αφαίρεση εστιών ενδομητρίωσης αυτές μπορούν να επανεμφανισθούν. Η εμπειρία ωστόσο του ιατρού και ο συνδυασμός της κατάλληλης ορμονικής και αν χρειαστεί χειρουργικής θεραπείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας εξασφαλίζει τη μικρότερη δυνατή πιθανότητα επανεμφάνισης του προβλήματος.
Η χειρουργική θεραπεία πρώτης επιλογής για τη ριζική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης συνίσταται στη λαπαροσκοπική αφαίρεση όλων των εστιών.
Το χειρουργείο της λαπαροσκόπησης προσαρμόζεται ανάλογα με το στάδιο της ενδομητρίωσης αλλά και σε σχέση με το ιστορικό της ασθενούς, τις ενοχλήσεις, τα κλινικά ευρήματα και τον οικογενειακό της προγραμματισμό. Αποτελεί δηλαδή μία απόλυτα εξατομικευμένη θεραπευτική παρέμβαση.
Την ίδια στιγμή η πραγματοποίηση της επέμβασης από γιατρό εξειδικευμένο στην ενδοσκοπική θεραπεία της νόσου εξασφαλίζει την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου, την ελάχιστη δυνατή πιθανότητα υποτροπής και την ακεραιότητα των ιστών (μήτρα, ωοθήκες, νεύρα) που επηρεάζονται.

