ypertasi kyisis proeklampsia provlepsi prolipsi cover
  • 335

O ορισμός:

Συχνά στην εγκυμοσύνη εμφανίζεται μια ομάδα διαταραχών που σχετίζονται με την εμφάνιση υψηλής πίεσης. Αυτές είναι:

• Η υπέρταση κύησης

• Η προεκλαμψία (υπέρταση και λεύκωμα στα ούρα)

• Η εκλαμψία (προεκλαμψία με σπασμούς)

• Σύνδρομο HELLP (αιμόλυση, αυξημένα ηπατικά ένζυμα, χαμηλά αιμοπετάλια)

Η αιτία:

Το αίτιο των υπερτασικών διαταραχών της κύησης δεν έχει πλήρως αποδιασαφηνιστεί. Σε κάθε περίπτωση σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ασθένειας παίζει η προβληματική εμφύτευση του πλακούντα στο τοίχωμα της μήτρας κατά το πρώτο μισό της εγκυμοσύνης.

Σε αυτή την περίπτωση παρατηρείται διαταραχή στον τρόπο με τον οποίο ο οργανισμός της μέλλουσας μητέρας προσαρμόζεται και αντιδρά στις απαιτήσεις της εγκυμοσύνης.

Έτσι εμφανίζονται διαταραχές του κυκλοφορικού συστήματος με πιο σημαντικές την εμφάνιση υπέρτασης αλλά και την διαταραχή της μικροκυκλοφορίας οργάνων όπως τα νεφρά, το συκώτι και σε σπάνιες περιπτώσεις ο εγκέφαλος της γυναίκας.

Τα συμπτώματα:

Τα συμπτώματα των υπερτασικών διαταραχών της κύησης περιλαμβάνουν εκτός από την υψηλή πίεση (μεγαλύτερη ή ίση 140 / 90 mmHg) την αυξημένη αποβολή λευκώματος μέσω των ούρων, τα οιδήματα κυρίως στα χέρια, στα πόδια αλλά και στο πρόσωπο ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις που παραμένουν χωρίς θεραπεία μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα όπως ο επιγάστριος (στο πάνω μέρος της κοιλιάς) πόνος, ζαλάδες, εμετοί, πονοκέφαλοι και διαταραχές της όρασης και σε ακραίες περιπτώσεις σπασμοί ή κώμα.

Οι τελευταίοι υποδηλώνουν την εμφάνιση εκλαμψίας, μια κατάστασης επικίνδυνης για τη ζωή τόσο της μητέρας όσο και του παιδιού.

Παράλληλα συχνά παρατηρείται ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου λόγω της προβληματικής λειτουργίας του πλακούντα.

Σχεδόν πάντα ωστόσο τα συμπτώματα που αφορούν τη μητέρα είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα και καθορίζουν τις θεραπευτικές παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της κύησης.

Η διάγνωση:

Η διάγνωση των επικίνδυνων αυτών διαταραχών της κύησης μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω μέτρησης της αρτηριακής πίεσης της εγκύου, τις εξετάσεις των ούρων για τον εντοπισμό λευκώματος καθώς επίσης μέσω εξετάσεων αίματος που αναδεικνύουν τις διαταραχές των διαφόρων οργάνων που συμμετέχουν.

Η θεραπεία:

Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει την χορήγηση αντιυπερτασικών φαρμάκων για την αποφυγή εμφάνισης επιπλοκών στη μητέρα, χωρίς ωστόσο αυτά να μπορούν να αποτρέψουν ενδεχόμενη επιδείνωση της ασθένειας. Σημαντική θέση στον έλεγχο της ασθένειας κατέχει η χορήγηση μαγνησίου.

Παράλληλα η κατάκλιση της εγκύου, η κλινική της και εργαστηριακή της παρακολούθηση, και ο υπερηχογραφικός έλεγχος της ανάπτυξης του εμβρύου αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή επικίνδυνων επιπλοκών.

Η οριστική υποχώρηση των συμπτωμάτων επέρχεται συνήθως μετά τη γέννα. Ωστόσο σε ένα σημαντικό αριθμό περιπτώσεων η υπερτασική νόσος της κύησης, η προεκλαμψία, η εκλαμψία ή το σύνδρομο HELLP μπορούν να εμφανιστούν ή ακόμη και να επιδεινωθούν περαιτέρω και μετά τη γέννα. Για το λόγο αυτό η λοχεία είναι ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο η μητέρα θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθείται εντατικά.

Σε περίπτωση που μία έγκυος εμφανίσει τη νόσο τότε σε κάθε νέα εγκυμοσύνη πρέπει να γίνεται καθημερινή λήψη ασπιρίνης μέχρι και την 20ή εβδομάδα αφού έχει διαπιστωθεί πως έτσι μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος επανεμφάνισης της ασθένειας.

Παράλληλα οι γυναίκες που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους εμφανίζουν υπερτασική νόσο έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης κατά τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής τους με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητος ο τακτικός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης για την έγκαιρη διάγνωση.

Η πρόληψη:

Δυστυχώς λίγες ασθενείς γνωρίζουν πως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορούμε να προβλέψουμε την πιθανότητα και το χρονικό σημείο εμφάνισης υπερτασικής νόσου, με αποτέλεσμα να μπορούμε να επέμβουμε εγκαίρως θεραπευτικά για την πρόληψη της νόσου αλλά και να εντοπίσουμε τις εγκύους εκείνες που μπορούν να επωφεληθούν από μία πιο εντατική παρακολούθηση της εγκυμοσύνης.

1o τρίμηνο της εγκυμοσύνης:

Μέσω του screening προεκλαμψίας (Doppler μητριαίων αγγείων, PAPP-A, PlGF) μπορεί να προσδιοριστεί εάν μια έγκυος εμφανίζει υψηλή πιθανότητα εμφάνισης υπερτασικής νόσου κατά τη διάρκεια της κύησης. Εάν η πιθανότητα είναι υψηλή ακολουθεί θεραπεία με λήψη ασπιρίνης καθημερινά προκειμένου να μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος εμφάνισης της ασθένειας.

2o τρίμηνο της εγκυμοσύνης:

Μέσω της εξέτασης Doppler των μητριαίων αγγείων της εγκύου μπορεί να προσδιοριστεί ο κίνδυνος εμφάνισης υπερτασικής νόσου και ενδομήτριας καθυστέρησης ανάπτυξης του εμβρύου. Σε περίπτωση που ο κίνδυνος είναι υψηλός ακολουθεί εντατικότερος έλεγχος και παρακολούθηση της εγκυμοσύνης προκειμένου να εξασφαλιστεί η έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση σε περίπτωση που εμφανιστούν συμπτώματα.

Οποιοδήποτε χρονικό σημείο στο δεύτερο μισό της εγκυμοσύνης:

Μέσω του προσδιορισμού δύο παραγόντων στο αίμα της εγκύου (SFLT-1/PLGF) μπορούν να προσδιοριστούν οι έγκυες εκείνες, οι οποίες, παρά την υποψία εμφάνισης προεκλαμψίας, με μεγάλη σιγουριά δεν θα εμφανίσουν την ασθένεια στις επόμενες δύο έως τέσσερις εβδομάδες. Ως εκ τούτου δεν χρειάζονται νοσηλεία.

Μύθοι και πραγματικότητες:

Η προτροπή για λήψη μειωμένων ποσοτήτων αλατιού στη διατροφή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι λανθασμένη και δυνητικά επικίνδυνη.

Ο κίνδυνος εμφάνισης υπερτασικής νόσου και προεκλαμψίας καθώς επίσης και τα οιδήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν μειώνονται με τη λήψη μικρότερης ποσότητας αλατιού.

Η έναρξη λήψης ασπιρίνης οφείλει να πραγματοποιείται πριν τη 16η βδομάδα της εγκυμοσύνης για αποτελεσματικότερη πρόληψη της ασθένειας.

Η προεκλαμψία δεν αποτελεί de facto ένδειξη καισαρικής τομής.

Στην εμφάνιση προεκλαμψίας συμβάλλουν γενετικοί παράγοντες που προέρχονται τόσο από τη μητέρα όσο κι από τον πατέρα.

Ioannis Raptis

Ο Ιωάννης Κ. Ράπτης διαθέτει κλινική εμπειρία από τη θέση του Επιμελητή Ά του γερμανικού περιγεννητικού κέντρου πρώτου (μέγιστου) βαθμού Allegemeines Krankenhaus Hagen. Εκεί έλαβε πλήρη εκπαίδευση στον τομέα Ειδική Μαιευτική και Περιγεννητική Ιατρική (Spezielle Geburtshilfe und Perinatal Medizin) και εξειδικεύτηκε στις κυήσεις υψηλού κινδύνου και τους επιπλεγμένους τοκετούς, φέρνοντας στον κόσμο περισσότερα από 900 νεογνά, ενώ έλαβε τον τίτλο DEGUM I από την Γερμανική Εταιρεία Ιατρικού Υπερήχου (DEGUM).